αἱματουργός

αἱματουργός
αἱμᾰτουργός, ή, ον,
A murderous,

Ἄρεος δύναμις Porph.

ap. Eus.PE3.11.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αιματουργός — αἱματουργός, όν (Μ) αυτός που προκαλεί αιματοχυσία, ο φονικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα, ατος + ουργός < ἔργον] …   Dictionary of Greek

  • αἱματουργόν — αἱματουργός murderous masc acc sg αἱματουργός murderous neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”